- φῶμεν
- φημίSpir. Prooem.subj act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηφηνώδης — κηφηνώδης, ῶδες (Α) [κηφήν] 1. αυτός που μοιάζει με κηφήνα («κηφηνώδεις ἐπιθυμίας ἐν αὐτῷ διὰ τὴν ἀπαιδευσίαν μὴ φῶμεν ἐγγίγνεσθαι», Πλάτ.) 2. (για θεωρίες) ανάξιος λόγου, άχρηστος, ανωφελής 3. (για πρόσ.) αργός, νωθρός («κηφηνώδης καὶ γέρων… … Dictionary of Greek
παιδαγωγία — η (Α παιδαγωγία) [παιδαγωγός] η αγωγή και η μόρφωση τών παιδιών, η εκπαίδευση («τὰς ψυχὰς οὕτω φῶμεν τὰς εὐφυεστάτους κακής παιδαγωγίας τυχούσας διαφερόντως κακὰς γίγνεσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. το λειτούργημα, το επάγγελμα τού παιδαγωγού 2. η… … Dictionary of Greek
παραρριφῶμεν — παραρρῑφῶμεν , παραρρίπτω throw aor subj pass 1st pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορριφῶμεν — ἀπορρῑφῶμεν , ἀπορρίπτω throw away aor subj pass 1st pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαφῶμεν — ἐφάπτω bind on aor subj pass 1st pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπαφάω touch on the surface pres subj act 1st pl (attic epic ionic) ἐπαφάω touch on the surface pres ind act 1st pl ἐπαφάω touch on the surface pres subj act 1st … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιφῶμεν — ῥῑφῶμεν , ῥίπτω throw aor subj pass 1st pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)